resquicio - ορισμός. Τι είναι το resquicio
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι resquicio - ορισμός


resquicio      
sust. masc.
1) Abertura que hay entre el quicio y la puerta.
2) Por extensión, cualquier otra hendedura pequeña.
3) fig. Coyuntura u ocasión que se proporciona para un fin.
resquicio      
resquicio (del antig. "rescrieco", del sup. lat. "excrepitiare", resquebrajarse, de "crepitare", crujir)
1 m. *Grieta que queda entre la puerta y el quicio. Por extensión, cualquier *abertura estrecha por donde pasa o puede pasar algo.
2 *Posibilidad pequeña, *ocasión o *pretexto aprovechable para hacer algo o para salir de un apuro. Posibilidad, aunque muy pequeña, de que ocurra cierta cosa, buena o mala. Escape, portillo, resquiezo. *Salida. *Solución.
resquicio      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για resquicio
1. En la ratonera editorial parece vislumbrarse un nuevo resquicio económico.
2. Buscando un resquicio entre la defensa del Bayern, siempre sólida.
3. Resquicio al que, de momento, se están acogiendo algunos padres.
4. Pese a que Nieminen no se rindió nunca, Nadal siempre encontró el resquicio, el golpe definitorio.
5. El resquicio entre el Pacífico ha llegado en 2000 a manos absolutas de los panameños.
Τι είναι resquicio - ορισμός